τρυγῳδοποιομουσική

τρυγῳδοποιομουσική
τρυγῳδοποιομουσική
the art of comedy
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρυγωδοποιομουσική — ἡ, Α (στον Αριστοφ.) η τέχνη τής κωμωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *τρυγῳδοποιός (< τρυγῳδός + ποιός*) + μουσική] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”